- λογοδοσμένος
- -η, -οαρραβωνιασμένος με λόγο, όχι επίσημα: Ήταν λογοδοσμένος τρία χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογοδοσμένος — η, ο βλ. λογοδίνομαι … Dictionary of Greek
λογοδίνομαι — 1. επισημοποιώ τον δεσμό μου, αρραβωνιάζομαι 2. (μτχ. παρακμ.) λογοδοσμένος, η, ο αρραβωνιασμένος … Dictionary of Greek
λογοδίνομαι — λογοδόθηκα, λογοδοσμένος, αρραβωνιάζομαι δίνοντας λόγο, ανεπίσημα: Λογοδόθηκαν πριν από τα Χριστούγεννα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)